ελαιοκαρπίδες — οι οικογένεια δικότυλων ξυλωδών φυτών τής τάξεως μαλβώδη … Dictionary of Greek
θεόβρωμα — (theοbrοma). Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των στερκουλιιδών. Περιλαμβάνει δέντρα ιθαγενή των τροπικών περιοχών. Από το είδος θ. το κακάο παράγεται το γνωστό ρόφημα κακάο. Το θ. έχει φύλλα απλά, παχιά και με ισχυρή νεύρωση και άνθη… … Dictionary of Greek
ιβίσκος — (Hibiscus). Γένος φυτών της οικογένειας των μαλαχιδών (δικοτυλήδονα). Μερικά είδη κατάγονται από την Ανατολή, ενώ άλλα από τη βόρεια Αφρική. Τα φύλλα του είναι κατ’ εναλλαγή, λοβώδη, παλαμόνευρα, έμμισχα. Τα άνθη έχουν πέντε πέταλα. Αυτά… … Dictionary of Greek
κόλα — (Cola). Γένος φυτών της οικογένειας των στερκουλιιδών, της τάξης των στυλοφόρων. Περιλαμβάνει περίπου 50 είδη, ιθαγενή της τροπικής Αφρικής, τα οποία σήμερα ευδοκιμούν και σε άλλες τροπικές χώρες. Σπουδαιότερο από αυτά είναι η κ. η ακιδωτή.… … Dictionary of Greek
μαλαχίδες — οι βοτ. οικογένεια αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών, τυπική τής τάξης μαλβώδη, αλλ. μαλβίδες … Dictionary of Greek
σίδη — Όνομα αρχαίων πόλεων. 1. Αρχαιότατη πόλη και λιμάνι της Πελοποννήσου στη Λακωνία, μετά το ακρωτήριο Μαλέα. Σύμφωνα με γραπτές μαρτυρίες του Παυσανία πήρε το όνομά της από μια Δαναΐδα, προς τιμή της οποίας ιδρύθηκε. Ταυτίζεται με το σημερινό χωριό … Dictionary of Greek
σιδαλκέα — η, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια μαλβίδες τής τάξης μαλβώδη και περιλαμβάνει 22 περίπου είδη που είναι ιθαγενή τής Βόρειας Αμερικής … Dictionary of Greek
σπαρμαννία — η, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας τιλιίδες τής τάξης μαλβώδη, το οποίο περιλαμβάνει 4 περίπου είδη αειθαλλών θάμνων τής Αφρικής και τής Μαδαγασκάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. sparmannia, από το όν. τού Σουηδού φυσιοδίφη… … Dictionary of Greek
στερκουλία — (sterculia). Φυλλοβόλο δέντρο της οικογένειας των Στερκουλιιδών (δικοτυλήδονα), ιθαγενές της Ινδίας, Κίνας και της Κορέας. Έχει κόμη σφαιρική, ύψους έως 15 μέτρων, φλοιό πρασινωπό λείο, και φύλλα επαλλάσσοντα πολύ μεγάλα (0,30 μ.) μακρόμισχα,… … Dictionary of Greek
στυλοφόρος — ο, Ν 1. (για φυτό) αυτός που έχει άνθη τών οποίων οι ωοθήκες έχουν στύλο 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα στυλοφόρα βοτ. άλλη ονομασία τής τάξης αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών μαλβώδη. [ΕΤΥΜΟΛ. < στύλος + φόρος*] … Dictionary of Greek